- συγκτίστης
- συγ-κτίστης, ου, ὁ,A jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκτίστης — jointfounder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτίστης — ὁ, Α [συγκτίζω] αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
συγκτίσται — συγκτίστης jointfounder masc nom/voc pl συγκτίστᾱͅ , συγκτίστης jointfounder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτιστέων — συγκτίστης jointfounder masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)